winemaker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
winemaker winemakers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

winemaker (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • winemaker στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια