winter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Winter
      ενικός         πληθυντικός  
winter winters

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

winter (en)

  1. ο χειμώνας

επιλογή κατάλληλων προθέσεων

[επεξεργασία]
  • in (the) winter: τον χειμώνα

winter (en)

  1. ξεχειμωνιάζω
  2. διαχειμάζω