wizardry

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
wizardry < wizard

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wizardry (en)

  1. η τέχνη του μάγου, η μαγεία
     συνώνυμα: sorcery
  2. κάτι πολύ εντυπωσιακό που μοιάζει με μαγεία
  3. η εξαιρετική ικανότητα σε έναν τομέα