wnętrze

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική wnętrze wnętrza
γενική wnętrza wnętrz
δοτική wnętrzu wnętrzom
αιτιατική wnętrze wnętrza
οργανική wnętrzem wnętrzami
τοπική wnętrzu wnętrzach
κλητική wnętrze wnętrza

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wnętrze (pl) ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]