working class

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
working class working classes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
working class < → δείτε τις λέξεις working και class

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

working class (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]