working girl

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
working girl working girls

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
working girl < → δείτε τις λέξεις working και girl

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

working girl (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]