working girl
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
working girl | working girls |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]working girl (en)
- (επάγγελμα, ευφημισμός) η πόρνη
- (κυριολεκτικά, παρωχημένο) εργαζόμενο κορίτσι, εργαζόμενη κοπέλα