workshop

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

workshop (en)

  1. το εργαστήριο
  2. ομάδα στοχευμένης μελέτης, εργαστήρι σκέψης