wrap up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας wrap up
γ΄ ενικό ενεστώτα wraps up
αόριστος wrapped up
παθητική μετοχή wrapped up
ενεργητική μετοχή wrapping up

wrap up (en)

  1. ολοκληρώνω
  2. συνοψίζω πριν το τέλος