wring

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας wring
γ΄ ενικό ενεστώτα wrings
αόριστος wrung, wrang
παθητική μετοχή wrung
ενεργητική μετοχή wringing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

wring (en)