wrought

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɹɔːt/ (βρετανική)

Επίθετο

[επεξεργασία]

wrought (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

wrought (en)

  1. (σπάνιo) εναλλακτική μορφή του worked, αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του work
  2. αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του wreak