wstęp

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fstɛ̃mp/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wstęp (pl) αρσενικό

  1. είσοδος (ενέργεια)
  2. εισαγωγή, το εισαγωγικό τμήμα (σε βιβλία, ομιλίες, μουσική κλπ.)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • wstęp wzbroniony - απαγορεύεται η είσοδος

Συγγενικά

[επεξεργασία]