wyłącznik

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wyłącznik (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]