yaşamak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /jɑ.ʃɑˈmɑk/

yaşamak (tr)

  1. ζω (είμαι ζωντανός, βγάζω τα προς το ζην)
    Büyükbaban yaşıyor mu? - Ζει ο παππούς σου;
    Balıklar suda yaşar. - Τα ψάρια ζουν στο νερό.
    Bu maaşla yaşamak çok zor. - Είναι πολύ δύσκολο να ζει κανείς με αυτό το μισθό.
  2. μένω, ζω
    Atina'da yaşıyorum - Ζω στην Αθήνα.
     συνώνυμα: oturmak

Παράγωγα

[επεξεργασία]