yaprak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

yaprak (tr)

  1. φύλλο (φυτού)
  2. φύλλο (χαρτιού)