zakładka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]zakładka (pl) < από το ρήμα zakładać (pl)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]zakładka (pl) θηλυκό
- (πληροφορική), (κοινά) ο σελιδοδείκτης