zakładka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

zakładka (pl) < από το ρήμα zakładać (pl)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

zakładka (pl) θηλυκό