zullen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

zullen (nl) (αόριστος : zou, παθ. μτχ. : - )

  • βοηθητικό ρήμα για τη δημιουργία του μέλλοντα και άλλων σύνθετων χρόνων