'γάθεμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
'γάθεμα < αμάρτυρος τύπος *αγάθεμα < αγαθε(ύω) + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

'γάθεμα ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • «αγάθεμα», σελ.46, τόμος 1, 1933 - Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»