çupë

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

çupë (sq)

  1. κορίτσι
  2. κόρη
  3. ανύπαντρη γυναίκα
  4. η ντάμα στην τράπουλα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]