écaille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: écaillé
      ενικός         πληθυντικός  
écaille écailles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

écaille (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]