échantillonnage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
échantillonnage échantillonnages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

échantillonnage (fr) αρσενικό