éducation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
éducation < λατινική educatio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.dy.ka.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
éducation éducations

éducation (fr) θηλυκό

  1. η εκπαίδευση
  2. η παιδεία
  3. η μόρφωση
  4. η αγωγή
  5. η διάπλαση
  6. η ανατροφή

Συγγενικά

[επεξεργασία]