épicerie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
épicerie épiceries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

épicerie (fr) θηλυκό