étoile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
étoile étoiles

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
étoile < λατινική stella

Προφορά

[επεξεργασία]
 
ΔΦΑ : /e.twal/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

étoile (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • étoile στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια