éventaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
éventaire < éventer

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
éventaire éventaires

éventaire (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) δίσκος από λυγαριά ενός μικροπωλητή που συγκρατείται με αορτήρα από τον λαιμό, ο πάγκος
  2. η έκθεση εμπορευμάτων στο δρόμο, έξω από ένα κατάστημα, ο πάγκος

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη éventer