être

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛtʁ/
ομόηχο: hêtre

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
être êtres

être (fr) αρσενικό

être (fr)

Σύνθετα

[επεξεργασία]