żelazo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

żelazo < πρωτοσλαβική želězo

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʒɛˈla.zɔ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

żelazo (pl) αρσενικό

  1. το σίδερο, μεταλλικό υλικό που περιέχει αρκετή ποσότητα σιδήρου
  2. (χημεία) ο σίδηρος
  3. το σιδερικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]