Αβοκάτου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αβοκάτου < γενική ενικού του αρσενικού Αβοκάτος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αβοκάτου θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]Αβοκάτου αρσενικό