Αγνούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αγνούλα | οι | Αγνούλες |
γενική | της | Αγνούλας | — | |
αιτιατική | την | Αγνούλα | τις | Αγνούλες |
κλητική | Αγνούλα | Αγνούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αγνούλα < Αγν(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αγνούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αγνή
Αγνούλα
|