Αμυρσώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αμυρσώ | ||
γενική | της | Αμυρσώς | ||
αιτιατική | την | Αμυρσώ | ||
κλητική | Αμυρσώ | |||
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αμυρσώ < Μυρσίνη
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αμυρσώ θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αμυρσώ
|
Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'Ρηνιώ' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα με επίθημα -ώ (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)