Αρμάνδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αρμάνδος | οι | Αρμάνδοι |
γενική | του | Αρμάνδου | των | Αρμάνδων |
αιτιατική | τον | Αρμάνδο | τους | Αρμάνδους |
κλητική | Αρμάνδε | Αρμάνδοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αρμάνδος < (άμεσο δάνειο) γαλλική Armand + -ος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aɾˈman.ðos/
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αρμάνδος αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αρμάνδος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)