Βαλάσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βαλάσιος | οι | Βαλάσιοι |
γενική | του | Βαλάσιου & Βαλασίου |
των | Βαλάσιων & Βαλασίων |
αιτιατική | τον | Βαλάσιο | τους | Βαλάσιους & Βαλασίους |
κλητική | Βαλάσιε | Βαλάσιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βαλάσιος < λατινική Valesius / Valerius < valeo < πρωτοϊταλική *walēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂wl̥h₁éh₁yeti < *h₂welh₁- (είμαι δυνατός)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βαλάσιος αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Βαλάσιος
|