Βελισάριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βελισάριος οι Βελισάριοι
      γενική του Βελισάριου
Βελισαρίου
των Βελισάριων
Βελισαρίων
    αιτιατική τον Βελισάριο τους Βελισάριους
Βελισαρίους
     κλητική Βελισάριε Βελισάριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Βελισάριος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βελισάριος αρσενικό (θηλυκό: Βελισαρία)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Βελισάριος < άγνωστης ετυμολογίας πιθανώς σλαβική beli + tzar (λευκός πρίγκιπας)[1]

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βελισάριος αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]