Γήινος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γήινος οι Γήινοι
      γενική του Γήινου των Γήινων
    αιτιατική τον Γήινο τους Γήινους
     κλητική Γήινε Γήινοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Γήινος < ουσιαστικοποιημένο επίθετο (γήινος < γη)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʝi.i.nos/

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Γήινος αρσενικό (θηλυκό: Γήινη)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]