Γιγανοτόσαυρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γιγανοτόσαυρος | οι | Γιγανοτόσαυροι |
γενική | του | Γιγανοτόσαυρου & Γιγανοτοσαύρου |
των | Γιγανοτόσαυρων & Γιγανοτοσαύρων |
αιτιατική | τον | Γιγανοτόσαυρο | τους | Γιγανοτόσαυρους & Γιγανοτοσαύρους |
κλητική | Γιγανοτόσαυρε | Γιγανοτόσαυροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Γιγανοτόσαυρος < (άμεσο δάνειο) νεολατινική Giganotosaurus < αρχαία ελληνική γίγα(ς) + νότ(ος) + -ο- + -σαυρος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʝi.ɣa.noˈto.sa.vɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γι‐γα‐νο‐τό‐σαυ‐ρος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]†Γιγανοτόσαυρος αρσενικό
- ταξινομικός όρος - γένος: μεγάλου δίποδος σαρκοφάγου δεινόσαυρου που έζησε στην Αργεντινή κατά την Μέση Κρητιδική περίοδο, 100 εκατομμύρια χρόνια πριν
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Γιγανοτόσαυρος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - γένη (νέα ελληνικά)
- Δεινόσαυροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)