Δασκαλιό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Δασκαλιό | τα | Δασκαλιά |
γενική | του | Δασκαλιού | των | Δασκαλιών |
αιτιατική | το | Δασκαλιό | τα | Δασκαλιά |
κλητική | Δασκαλιό | Δασκαλιά | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Δασκαλιό < → δείτε τη λέξη Δασκαλειό
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ða.skaˈʎo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δα‐σκα‐λιό
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Δασκαλιό ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Δασκαλιό
→ δείτε τη λέξη Δασκαλειό |