Εύζωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Εύζωνος | οι | Εύζωνοι |
γενική | του | Ευζώνου & Εύζωνου |
των | Ευζώνων |
αιτιατική | τον | Εύζωνο | τους | Ευζώνους |
κλητική | Εύζωνε | Εύζωνοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Εύζωνος < εύζωνος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈev.zo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Εύ‐ζω‐νος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Εύζωνος αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Νίκος Νέζης, Τοπωνυμικά της Αττικής, Αθήνα: Ανάβαση, 2013, σελ. 213
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Κορυφές βουνών της Αττικής (νέα ελληνικά)
- Κορυφές βουνών (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αττικής (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)