Ζωστήρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ζωστήρ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ζωστήρ οἱ Ζωστῆρες
      γενική τοῦ Ζωστῆρος τῶν Ζωστήρων
      δοτική τῷ Ζωστῆρ τοῖς Ζωστῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ζωστῆρ τοὺς Ζωστῆρᾰς
     κλητική ! Ζωστήρ Ζωστῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ζωστῆρε
γεν-δοτ τοῖν  Ζωστήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ζωστήρ < ζωστήρ

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ζωστήρ αρσενικό

  1. ακρωτήριο της Αττικής
  2. ανδρικό όνομα