Ιγκουανόδοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ιγκουανόδοντας < (λόγιο δάνειο) νεολατινική iguanodon < iguana + αρχαία ελληνική ὀδών (δόντι)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.ɡu.aˈno.ðon.das/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ι‐γκου‐α‐νό‐δο‐ντας
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]†Ιγκουανόδοντας αρσενικό
- ταξινομικός όρος - γένος: μεγάλος φυτοφάγος δεινόσαυρος, που έζησε 150 με 100 εκατομμύρια χρόνια πριν
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - γένη (νέα ελληνικά)
- Δεινόσαυροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)