Κάλλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κάλιο, κάλλιο, Κάλλιον
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κάλλιο τα Κάλλια
      γενική του Καλλίου
Κάλλιου
των Καλλίων
    αιτιατική το Κάλλιο τα Κάλλια
     κλητική Κάλλιο Κάλλια
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κάλλιο < καθαρεύουσα Κάλλιον < αρχαία ελληνική Κάλλιον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈka.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κάλ‐λι‐ο

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κάλλιο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]