Κάστωρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κάστωρ < από το ομόρριζο κασ- (βλέπε κασσίτερος) + -ωρ (ωραίος)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κάστωρ αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]