Κασκαβέλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κασκαβέλι | τα | Κασκαβέλια |
γενική | του | Κασκαβελιού & Κασκαβελίου |
των | Κασκαβελιών & Κασκαβελίων |
αιτιατική | το | Κασκαβέλι | τα | Κασκαβέλια |
κλητική | Κασκαβέλι | Κασκαβέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κασκαβέλι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.skaˈve.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐σκα‐βέ‐λι
- ομόηχο: Κασκαβέλη
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κασκαβέλι ουδέτερο
- (παρωχημένο) πρώην ονομασία του χωριού της Βοιωτίας Λεοντάρι[1]
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Κασκαβέλη (γυναικείο επώνυμο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καράτι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Βοιωτίας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Βοιωτίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)