Κατάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaˈta.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐τά‐ρα
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κατάρα | οι | Κατάρες |
γενική | της | Κατάρας | των | Καταρών |
αιτιατική | την | Κατάρα | τις | Κατάρες |
κλητική | Κατάρα | Κατάρες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κατάρα < κατάρα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κατάρα θηλυκό
- ορεινό πέρασμα στην Πίνδο μεταξύ Ιωαννίνων και Γρεβενών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- Κατάρα < γενική ενικού του αρσενικού Κατάρας
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κατάρα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]Κατάρα αρσενικό
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ορεινά περάσματα της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Ορεινά περάσματα (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι κυρίων ονομάτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)