Μεγαλειότατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μεγαλειότατος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μεγαλειότατος (εξαιρετικός), αρχαία ελληνική μεγαλειότατος, υπερθετικός βαθμός του μεγαλεῖος + -ότατος, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική text-1[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.ɣa.liˈo.ta.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Με‐γα‐λει‐ό‐τα‐τος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Μεγαλειότατος αρσενικό (θηλυκό Μεγαλειοτάτη)
- (προσφώνηση) τίτλος για βασιλιά
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη μεγάλος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μεγαλειότατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότατος (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)