Μεγαλειότατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μεγαλειότατος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μεγαλειότατος οι Μεγαλειότατοι
      γενική του Μεγαλειότατου των Μεγαλειότατων
    αιτιατική τον Μεγαλειότατο τους Μεγαλειότατους
     κλητική Μεγαλειότατε Μεγαλειότατοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Μεγαλειότατος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μεγαλειότατος (εξαιρετικός), αρχαία ελληνική μεγαλειότατος, υπερθετικός βαθμός του μεγαλεῖος + -ότατος, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική text-1[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me.ɣa.liˈo.ta.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Με‐γα‐λει‐ό‐τα‐τος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Μεγαλειότατος αρσενικό (θηλυκό Μεγαλειοτάτη)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη μεγάλος

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]