Μετσόβιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μετσόβιο | ||
γενική | του | Μετσόβιου & Μετσοβίου | ||
αιτιατική | το | Μετσόβιο | ||
κλητική | Μετσόβιο | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μετσόβιο < Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μετσόβιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Μετσόβιο
|