Μιντζιρίκης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μιντζιρίκης < ενδεχομένως από οθωμανική τουρκική , τουρκικά mıncırık (άτακτο, έξυπνο παιδάκι) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μιντζιρίκης αρσενικό (θηλυκό Μιντζιρίκη)