Μπενάκειο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μπενάκειο | τα | Μπενάκεια |
γενική | του | Μπενάκειου & Μπενακείου |
των | Μπενάκειων & Μπενακείων |
αιτιατική | το | Μπενάκειο | τα | Μπενάκεια |
κλητική | Μπενάκειο | Μπενάκεια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μπενάκειο < από το επώνυμο του δωρητή Μπενάκ(ης) + -ειο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /beˈna.ci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπε‐νά‐κει‐ο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μπενάκειο ουδέτερο
- (επωνυμία) ονομασία ιδρυμάτων και ινστιτούτων στην Ελλάδα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Μπενάκης