Ξαβεριώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ξαβεριώτης αρσενικό (θηλυκό Ξαβεριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο καταγόμενος ή κάτοικος της ακτής - συνοικίας Ξαβέρη, στον Πειραιά.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ξαβεριώτης
|