Παχύ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Παχύ < γενική ενικού του αρσενικού Παχύς

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Παχύ θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

[επεξεργασία]