Πελασγιῶται
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πελασγιῶται < πληθυντικός αριθμός του Πελασγιώτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Πελασγιῶται αρσενικό
- (εθνωνύμιο) οι κάτοικοι της Πελασγιώτιδος στη Θεσσαλία
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη Πελασγός
Αναφορές
[επεξεργασία]- Πελασγιῶται - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.