Σπηλιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σπηλιά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /spiˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σπη‐λιά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
Σπηλιά < γενική ενικού του αρσενικού Σπηλιάς

Κύριο όνομα 1

[επεξεργασία]

Σπηλιά θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σπηλιά οι Σπηλιές
      γενική της Σπηλιάς των Σπηλιών
    αιτιατική τη Σπηλιά τις Σπηλιές
     κλητική Σπηλιά Σπηλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σπηλιά < σπηλιά

Κύριο όνομα 2

[επεξεργασία]

Σπηλιά θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]