Σπηλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /spiˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σπη‐λιά
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- Σπηλιά < γενική ενικού του αρσενικού Σπηλιάς
Κύριο όνομα 1
[επεξεργασία]Σπηλιά θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σπηλιά | οι | Σπηλιές |
γενική | της | Σπηλιάς | των | Σπηλιών |
αιτιατική | τη | Σπηλιά | τις | Σπηλιές |
κλητική | Σπηλιά | Σπηλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Σπηλιά < σπηλιά
Κύριο όνομα 2
[επεξεργασία]Σπηλιά θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Σπηλιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)